-
1 bülten
δελτίο. -
2 kupon
δελτίο, κουπόνι, τοκομερίδιο -
3 věstník
δελτίο -
4 bulletin
δελτίο -
5 biuletyn
δελτίο -
6 сводка
сводка ж η περίληψη, το δελτίο; \сводка последних известий το δελτίο ειδήσεων* * *жη περίληψη, το δελτίοсво́дка после́дних изве́стий — το δελτίο ειδήσεων
-
7 сводка
-и θ.1. βλ. свод (3, 4, 5 σημ.).2. αποτύπωση, ξεσήκωμα, μεταφορά.3. δελτίο•новостей δελτίο ειδήσεων•
сводка погоды δελτίο καιρού•
составить -у συντάσσω δελτίο.
-
8 сводка
сводкаж1. τό δελτίο[ν]:оперативная \сводка τό δελτίο ἐπιχειρήσεων \сводка погоды τό μετεωρολογικά δελτίο·2. полигр. ἡ τελευταία διόρθωση. -
9 бюллетень
1. (краткое официальное сообщение) το δελτίο, το ανακοινωθένинформационный - των πληροφοριών/γεγονότων2. (какого-л. учреждения) η περιοδική έκδοση, το περιοδικό 3. (отчёт) το δελτίο 4. (избирательный) το ψηφοδέλτιο 5. (больничный лист) το πιστοποιητικό ασθενείας/νοσηλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюллетень
-
10 метеосводка
το μετεωρολογικό δελτίοτο δελτίο καιρούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > метеосводка
-
11 билет
билет м 1) το εισιτήριο \билет туда и обратно το εισιτήριο μετ'επιστροφής 2): лотерейный \билет το λαχείο \билет в театр το εισιτήριο θεάτρου пригласительный \билет η πρόσκληση 3) (документ) το δελτίο, η ταυτότητα; студенческий \билет η φοιτητική ταυτότητα* * *м1) το εισιτήριοбиле́т туда́ и обра́тно — το εισιτήριο μετ'επιστροφής
2)лотере́йный биле́т — το λαχείο
биле́т в теа́тр — το εισιτήριο θεάτρου
пригласи́тельный биле́т — η πρόσκληση
3) ( документ) το δελτίο, η ταυτότηταстуде́нческий биле́т — η φοιτητική ταυτότητα
-
12 бюллетень
бюллетень м 1) (официальное сообщение ) το δελτίο 2) (больничный лист) το φύλλο ασθένειας 3): избирательный \бюллетень το ψηφοδέλτιο* * *м1) ( официальное сообщение) το δελτίο2) ( больничный лист) το φύλλο ασθένειας3)избира́тельный бюллете́нь — το ψηφοδέλτιο
-
13 известие
известие с η είδηση το νέο (новость)' последние —я το δελτίο ειδήσεων (ло радио)* * *сη είδηση; το νέο ( новость)после́дние изве́стия — το δελτίο ειδήσεων ( по радио)
-
14 бюллетень
бюллетеньм1. τό δελτίο[ν], τό φυλ-λάδιο[ν]:избирательный \бюллетень τό ψηφοδέλτιο;2. (больничный лист) τό πιστο-ποιητικό[ν] ἀσθενείας; ◊ информационный \бюллетень τό δελτίο είδήσεων (или πληροφοριών). -
15 бюллетень
-я α.1. δελτίο•бюллетень погоды δελτίο καιρού.
2. περιοδική έκδοση•бюллетень академии наук περιοδικό της Ακαδημίας επιστημών.
3. ψηφοδέλτιο.4. πιστοποιητικό νοσηλείας. -
16 известие
-я ουδ.είδηση, νέο• πληροφορία•известие об отставке правительства η είδηση για την παραίτηση της κυβέρνησης•
о нём нет никакого известиея γι' αυτόν δεν υπάρχει καμιά πληροφορία•
газета «Известия» η εφημερίδα τα «Νέα».
|| δελτίο•-я Академии Наук δελτίο της Ακαδημίας επιστημών.
εκφρ.последние известиея – οι τελευταίες ειδήσεις. -
17 акт
1. (документ) το πιστοποιητικό, το δελτίο, ο απολογισμός, το πρωτόκολλοаварийный мор. - επιθεώρησης (κατόπιν βλάβης)2. (действие, явление) η πράξη, η ενέργειαполовой - анат. η συνουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акт
-
18 ведомость
ο κατάλογοςο πίνακαςτο δελτίοη κατάστασητο μητρώοплатежная - см. расчётная -сводная - η αναφορά/έκθεση της οικονομικής κατάστασης- учёта времени затраченного на погрузку и выгрузку судна - см. тайм -шит ведомствоη διεύθυνση, η υπηρεσίαη αρχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомость
-
19 заявление
1. (просьба ο чём-л., изложенная письменно в официальной форме) η αίτησ/ηбланк - я δελτίο/έντυπο - ης2. (объявление) η δήλωση- морского протеста η ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου και του πληρώματος (περί βλάβης του πλοίου ή του φορτίου), η έκθεση έκτακτου συμβάντος (του πλοιάρχου)по - ю стороны юр. σύμφωνα με την - της πλευράς3. см. заявка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявление
-
20 карточка
η κάρτα, η καρτέλλαвизитная - η κάρτα, το επισκεπτήριοкредитная - (банк.) πιστωτική -почтовая - το ταχυδρομικό δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλучётная - το δελτίο/η κάρτα απογραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карточка
См. также в других словарях:
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
δελτίο — το 1. δελτάριο. 2. έντυπο φύλλο χαρτιού που δίνει ορισμένες πληροφορίες: Δελτίο ταυτότητας. 3. συνοπτική έκθεση που συντάσσεται και ανακοινώνεται από κάποια αρχή: Πάντα παρακολουθώ το μετεωρολογικό δελτίο για να ξέρω τι καιρό θα κάνει. 4. τίτλος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδελτιώνω — [δελτίο] κάνω αποδελτίωση … Dictionary of Greek
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис … Википедия
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… … Dictionary of Greek
πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… … Dictionary of Greek
ψηφοδέλτιο — το, Ν δελτίο στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα τών υποψηφίων σε ψηφοφορία, σε εκλογική αναμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δελτίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek